σκαπανέας — ο ονομαστ. πληθ. είς, γεν. πληθ. έων 1. εργάτης που σκάβει, σκαφτιάς. 2. ειδικότητα στρατιώτη: Στο στρατό υπηρέτησε ως σκαπανέας πυροβολικού. 3. μτφ., πρωτοπόρος, πρόδρομος, πρωτεργάτης: Ο Γαλιλαίος υπήρξε ένας από τους σκαπανείς της επιστήμης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκαπανέας — σκαπανέᾱς , σκαπανεύς digger masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαμπανάκι — το, Ν [σκαμπανέας / σκαπανέας] στρ. ο σκαπανέας … Dictionary of Greek
μπαλτατζής — και μπαλντατζής, ο 1. άντρας που κόβει ξύλα με μπαλτά παίρνοντας αμοιβή, επαγγελματίας ξυλοκόπος 2. (στους Τούρκους) α) σκαπανέας στρατιώτης β) φρουρός σουλτάνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. baltaci < balta «μπαλτάς»] … Dictionary of Greek
ορυγεύς — ὀρυγεύς (Α) σκαπανέας, σκαφέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρυγ τού ὀρύσσω + κατάλ. εύς (πρβλ. αρπαγ εύς)] … Dictionary of Greek
πιονιέρος — και πιονέρης, ο, θηλ. ισσα, Ν 1. άνθρωπος πρωτοπόρος σε μια προσπάθεια, σκαπανέας, πρωτεργάτης 2. συν. στον πληθ. οι πιονιέροι τα μέλη τής οργάνωσης παίδων που ιδρύθηκε το 1922 στη Σοβιετική Ένωση και στην οποία ανήκαν παιδιά ηλικίας 7 έως 14… … Dictionary of Greek
σκαπανήτης — ὁ, Α (κατά τον Ζωναρ.) σκαπανέας, σκαφέας, σκαφτιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκαπάνη, πιθ. μέσω ενός ρ. *σκαπανῶ] … Dictionary of Greek
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek